ηγαλέος

ηγαλέος
ἠγαλέος, -α, -ον (Α)
θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ-αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, φρικ-αλέος) το η- πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἠγαλέη — ἠγαλέος broken in pieces fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγαλέην — ἠγαλέος broken in pieces fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”